χειρώνιος

χειρώνιος
-ον, ΜΑ
μσν.
το ουδ. ως ουσ. τὸ χειρώνιον
το φυτό γεντιανή
αρχ.
φρ. «χειρώνιος ἄμπελος» — το φυτό κοινή βρυωνία (Διοσκ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • χειρώνειος — ον, Α [Χείρων, ωνος] 1. αυτός που αναφέρεται στον Χείρωνα («χειρώνειον ἕλκος», Αλέξ. Αφρ.) 2. φρ. α) «πάνακες Χειρώνειον» i) το γνωστό σήμερα με την επιστημονική ονομασία καλλωπιστικό φυτό Inula helenium (Θεόφρ.) ii) είδος τού φυτού υπερικό… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”